κόρφος, ο

κόρφος, ο
κόρφος, ο, 1 . το στήθος των ανθρώπων.
2. φρ., «Zεσταίνεις φίδι στον κόρφο σου» λέγεται για εκείνους που περιθάλπουν αγνώμονες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κόρφος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 469 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στον Σαρωνικό κόλπο, 45 χλμ. ΝΑ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σολυγείας. Ο οικισμός Κόρφος του νομού Κορινθίας, στον… …   Dictionary of Greek

  • κατάκορφος — η, ο αυτός που βρίσκεται ακριβώς στην κορυφή, αυτός που είναι στο πιο ψηλό σημείο. επίρρ... κατάκορφα ακριβώς στην κορυφή, στο ακρότατο σημείο τής κορυφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κορφος (< κορ[υ]φή), πρβλ. δί κορφος, πολύ κορφος] …   Dictionary of Greek

  • κόλφος — κόλφος, ὁ (AM) μσν. το καμπυλωμένο λόγω τού στήθους μέρους τού ενδύματος αρχ. κόλπος, κόρφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κόλφος με την αρχ. σημ. είναι πιθ. άλλος τ. τού κόλπος (Ι), ενώ με τη μσν. σημ. είναι πιθ. προϊόν συμφυρμού τών λ. κόλπος και κόρφος] …   Dictionary of Greek

  • τρικόρυφος — η, ο / τρικόρωφος, ον, ΝΑ, και τρίκορφος, η, ο, Ν αυτός που έχει τρεις κορυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόρυφος / κορφος (< κορυφή / κορφή), πρβλ. δι κόρυφος / δί κορφος] …   Dictionary of Greek

  • Korb, der — Der Korb, des es, plur. die Körbe, Diminut. Das Körbchen, Oberd. Körblein. 1) In weiterer und mehr eigentlicher Bedeutung, ein jedes hohles oder tiefes Behältniß; eine längst veraltete Bedeutung. In engerem Verstande, ein solcher hohler mit… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοβύζαστος — η, ο (για το γάλα) γλυκό, μητρικό γάλα («...ο κόρφος καθεμιάς γλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας και ελευθερίας», Δ. Σολ.) …   Dictionary of Greek

  • κορφαράκι — κορφαράκι, τὸ (Μ) μικρός κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρφος με σημ. «κόλπος τής θάλασσας» + υποκορ. κατάλ. αράκι (πρβλ. ξυλ αράκι, φυλλ αράκι)] …   Dictionary of Greek

  • κορφόπουλον — κορφόπουλον, τὸ (Μ) μικρός κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρφος + υποκορ. κατάλ. πουλον, ουδ. τής κατάλ. πουλος (< λατ. pullus «νεοσσός, πώλος»), πρβλ. αετό πουλο, βασιλό πουλο] …   Dictionary of Greek

  • κορφόπουλος — κορφόπουλος, ὁ (Μ) μικρός κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρφος + υποκορ. κατάλ. πουλος (< λατ. pullus «νεοσσός») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”